Enter fullscreen mode

Λεξικό Ελληνικά -> MediaGlyphs

^^^

δρόμος¨2
δυνατά
δυνατό¨3
δυνατός
δυσαρεστημένος
δυσκολία¨2
δυσπρόσιο
δυστυχισμένος
δυστύχημα
δυσφορία
Δυτική Σαχάρα
δωδεκάμηνο
δωμάτιο¨2
δωρίζω
δωρεά
δωρεάν
δόγμα
δόνηση
δόντι
δύναμη¨3
δύο
δύση
δύση ηλίου
δύση του ηλίου
δύσκολο
δύσκολος
δώδεκα
δώρο¨2
είδος¨2
είμαι
εαυτός
εβδομάδα
εβραίος
Εβραϊκά
εγγράφω
εγγραφή
εγκέφαλος
εγκαταλείπω¨2
εγκληματίας
εγκρίνω
εγκυκλοπαίδεια
εγώ
εδώ
εθιμοτυπία
εθνοσυνέλυση
ειδημοσύνη
ειδικός
εικονίζω
εικόνα
ειλικρίνεια
ειρήνη¨2
Ειρηνικός Ωκεανός
ειρωνεία
εις
εισάγω
εισέρχομαι
εισαγωγή
εισαγωγή προιόντων
εισιτήριο
εκατομμύριο
εκατονταετία¨2
εκατό
εκδίκηση
εκεί
εκείνο
εκκλησία¨2
εκλέγω
εκλογές
εκμυζώ
Εκουαδόρ
εκπέμπω
εκπαίδευση
εκπαιδευτής
εκπαιδευτική δράση
εκπαιδευόμενος
εκπαιδεύω
εκρήγνυμαι
εκστρατεία
εκτέλεση¨3
εκτίμηση
εκτελεστής
εκτελώ
εκτιμώ¨2
εκτοξεύω
εκτρέπ
εκτός¨2
εκτός νόμου
εκφράζω χαρά
Ελ Αϊούν
Ελ Σαλβαδόρ
ελάττωμα¨2
ελάφι
ελέγχω¨2
ελέφαντας
ελαστικό¨2
ελατήριο
ελαττώνω¨2
ελαφρύ
Ελβετία
ελεφαντόδοντο
ελεύθερο
ελεύθερος
ελιά
ελικόπτερο
ελισσόμενο
ελκυστικός
ελκύω¨2
Ελλάδα
Ελληνικά
Ελληνικά, Αρχαία
Ελληνική μυθολογία
ελπίδα
ελπίζω
Ελσίνκι
εμείς
εμπειρία
εμπιστεύομαι
εμπιστοσύνη
εμποδίζω
εμπορικό κέντρο
εμπρός
εμπόδιο
εμπόρευμα
εμπόριο¨2
εμφάνιση¨2
εμφανίζομαι
εμψυχώνω
ενέργεια¨3
ενήλικας
ενήλικος
εναλλάσσω
εναλλακτική
εναλλασσόμενο ρεύμα
ενδεχόμενο
ενδεχόμενος
ενδιαφέρον¨3
ενδιαφέρων
ενδυμασία
ενδύω
ενεργητικότητα
ενεργώ
ενθουσιασμός
ενθουσιώδες
ενθουσιώδης
εννέα
εννοώ
ενοχή
εντέλλω
Εντζαμένα
εντολή
εντός
εντύπωση
ενωμένο
ενότητα
ενώνω¨2
εξάγω
εξάγωνο
εξάπτω
εξάρτημα
εξέγερση
εξέλιξη
εξέταση
εξήγηση¨2
εξήντα
εξαΰλωση
εξαγωγή
εξαλείφω
εξαντλώ
εξαρτώμαι
εξασφαλίζω
εξατμίζομαι
εξαφάνιση
εξαφανίζομαι
εξετάζω
εξηγώ
εξιστορώ
εξοργίζομαι
εξουσία
εξουσιάζω
εξοχή
εξπέρ
εξυπηρέτηση
εξφενδονίζω
εξωτερικό
εξωτερικός
εξόγκωμα
επάγγελμα
επί¨2
επίδεσμος
επίδραση
επίθεση
επίθετο
επίπεδο¨3
επίπεδος
επίρρημα
επίσημο
επίσης¨2
επίσκεψη
επίτευξη
επακόλουθο

(1201 .. 1400)

^^^


 
 
Λεξικό
{MG: drink; imbibeMG: want; wish; desire}thirst