Enter fullscreen mode

Λεξικό Ελληνικά -> MediaGlyphs

^^^

κοάλα
κοίλο
κοίλωμα
κοβάλτιο
Κογκό
κοιλάδα
κοιλία
κοιλιά
κοιλότητα
κοιμάμαι¨2
κοινοβούλιο
κοινωνία
κοινωνιολογία
κοινό¨2
κοινός¨2
κοινότητα
κοκκινίζω
κολλάω¨2
κολοκύθι
Κολομβία
κολυμπάω
Κολωνία
Κολόμπο
κολύμπι
κομήτης
κομμάτι
κομπιουτεράκι
Κομόρες
Κονάκρυ
Κονγκό
κονσέρβα
κονσέρτο
κοντά¨2
κοντινό
κοντινός
κοντομάνικη μπλούζα
κοντομάνικη φανέλα
κοντσέρτο
κοντό
κοντό παντελόνι
κοπάδι¨2
κοπέλα
Κοπεγχάγη
Κοπεγχάγην
Κοπενάγη
Κοπενχάγη
Κοπτικά
κοράκι
κοράλι
κοράλλι
κορίτσι
κορδόνι
Κορεατικά
κορνέτα
Κορσικανικά
κορυφή
Κορόρ
κος.
Κοσταρίκα
κοστούμι
Κοτονού
κοτόπουλο
Κουάλα Λουμπούρ
κουβάς
Κουβέιτ
κουβέρτα
κουβαλώ
κουδούνι
κουζίνα
κουκλίτσα
κουκουβάγια
κουλτούρα
κουμπάρος
κουμπί¨2
κουνάω
κουνέλι
κουνούπι
κουπί
κουράγιο
κουράρω
κουρασμένο
κουρασμένος
κουρτίνα
κουτάλι
κουτί
κουτός
κουφό
Κούβα
κούκλα
κράζω
κράμα
κράνος
κράτηση
κράτος¨2
κρέας¨2
κρέμα
κρήνη
κρίκετ
κρίμα
κρίνω
Κρακοβία
κρασί
κρατάω¨2
κρατώ
κραυγάζω
κρεβάτι
κρεμάω¨2
κρεμμύδι
κρεμύδι
κρεμώ
κρικετόμυς
Κριμαία
κριτής¨2
Κροατία
Κροατικά
κροκόδειλος
κρυολόγημα
κρυφά
Κρόνος
κρύβω
κρύο¨2
κρύος
κρύσταλλος
κτήμα
κτήριο
κτίριο
κτηνοτρόφος
κτητικό
κυανό
κυβέρνηση¨2
κυβερνάω
κυβερνώ
κυκλώνω
κυλάω
κυματίζω
κυνήγι
κυνηγάω
κυπρίνος
Κυριακ
Κυριακή
κυρτό
κωμικός
κωμόπολη
Κωνσταντινούπολη
κόβω
κόκαλο
κόκκαλο
κόκκινο
κόκορας
κόλαση
κόλλα¨2
κόλπο
κόλπος¨3
κόμβος
κόμμα¨2
κόμπος
Κόνακρι
Κόνακρυ
Κόνραντ Αντενάουερ
κόπρανα
κόρη¨2
κόρη οφθαλμού
κόρνα¨2
κόσκινο
κόσμος¨5
Κόστα Ρίκα
Κόστα-Ρίκα
κόστος
κότα
κύβος¨2
κύκλος¨2
κύκνος
κύλινδρος
κύμα
Κύπρος
κύριο
κύριος
κύρος
κύτταρο
κώδικας¨2
κώνος
λάβα
Λάγκος
λάδι
λάθος¨4
λάμπα
λάμπω
Λάος
λάσπη
λάχανο
λέμβος
λέξη
λέσχη
λέω
λέων
Λίβανος
Λίβερπουλ
λίβρα
λίγα
λίγο¨2

(2001 .. 2200)

^^^


 
 
Λεξικό
{MG: become; turn (also used with transitive verbs to make them intransitive)MG: joined; united}?