Enter fullscreen mode

Λεξικό Ελληνικά -> MediaGlyphs

^^^

ανατομία
ανατριχιάζω
αναχωρώ
αναχώρηση
Ανγκόλα
Ανδαλουσία
ανδρικό αναπαραγωγικό σύστημα
ανδρικό εσωτερικό αναπαραγωγικό όργανο
Ανδόρα
Ανδόρρα
Ανδόρρα λα Βέγια
Ανδόρρα λα Βέλλα
ανελκυστήρας
ανεμίζω
ανεμιστήρας
ανεμοστρόβιλος
ανεξάρτητο
ανεπαρκώς
ανεργία
ανεψιά
ανησυχώ
ανθίζω
ανθεκτικό
ανθοδοχείο
ανθρωποκτονία
ανθρωπολογία
ανθρώπινο πλάσμα
ανιχνεύω
ανιψιά
ανιψιός
Αννόβερο
ανοίγω¨2
ανοιχτό
αντάμωμα
αντάμωση
αντί
Αντίγκουα και Μπαρμπούντα
αντίγραφο
αντίζηλος
αντίθετο
αντίο
αντίπαλος¨2
Αντίς Αμπέμπα
αντίσκηνο
αντίσταση
αντίστροφο¨2
αντίχειρας
ανταγωνίζομαι
ανταγωνισμός
ανταγωνιστής¨2
ανταλλάσσω¨2
ανταλλάσσω έναντι χρημάτων
ανταμώνω
Ανταναναρίβο
Ανταρκτική
ανταρσία
αντι-
αντιβράχιο
αντιγράφω
αντικαθιστώ
αντικατάσταση
αντικαταστάτρια¨2
αντικείμενο
αντικείμενο αναπαράστασης
αντικειμενικός
αντιλαμβάνομαι¨2
αντιμόνιο
αντιξοότητα
αντιπραγματισμός
αντιπροσωπευτικός
αντιπροσωπεύω
αντιπρόσωπος
Αντιόχεια
αντιύλη
Αντλία
αντλία
αντωνυμία
αντώνυμο
ανυψώνω
ανωτερότητα
ανόητο
Ανόι
αξία¨3
αξίζω¨2
αξίωμα¨2
απάνθρωπη συμπεριφορά
απάντηση¨2
απέναντι
απαίσιος
απαγορεύω
απαιτώ¨2
απαλείφω
απαλό
απαντώ
απαραίτητο
απαραίτητος
απαριθμώ
απασχολημένο
απασχόληση¨2
απεργία
απευθυσμένο
απεχθάνομαι
απλά
απληστία¨2
απλό
απλός¨2
απλώνω
απογευματινό
απογοήτευση¨2
απογοητευμένο
αποδέχομαι
αποδίδω¨2
αποδεικνύω
αποδοχή
αποικία
αποκάλυψη
αποκαλύπτω¨2
αποκορύφωμα
αποκτάω
αποκτώ¨2
απομεινάρι
απορία
απορρίπτω
απορροφάω
αποσκευή
αποσυμπιέζω
αποτέλεσμα¨2
αποτελειώνω
αποτελούμαι
αποτελώ απόδειξη
αποτρέπω
αποτυγχάνω¨2
αποφασίζω
αποφεύγω
αποχαιρετισμός
Απρίλιος
απωθώ
από¨2
απόγευμα
απόδειξη
απόδοση
απόθεμα
απόληξη
Απόλλων
απόλυτος
απόν
απόπειρα
απόρριψη
απόσταση
Απόστολος Ανδρέας
απόφαση
αράχνη
αρέσω
Αραβία
Αραβικά
Αραβική γλώσσα
Αραγωνία
αραιό
Αραμαϊκά
Αραράτ
αργά
αργία
Αργεντινή
αργό¨3
αργότερα
αρθρόποδα
Αριζόνα
αριθμητική
αριθμομηχανή
αριθμός¨3
αριστερό
αριστερόστροφο
Αριστοτέλης
αρκετά
αρκούδα
Αρκτική
Αρκτικός Ωκεανός
Αρμενία
Αρμενικά
Αρμενική γλώσσα
αρμονία
αρνητικό
αρνούμαι
αρουραίος
Αρούμπα
αρρώστεια
αρρώστια
αρσενικό¨2
αρχές
αρχέτυπο
αρχή¨3
αρχίζω¨2
Αρχαία Ελληνικά
αρχαιολογία
αρχαιολόγος
αρχείο¨2
αρχηγία
αρχηγός
Αρχιμήδης
αρχιτεκτονική

(401 .. 600)

^^^


 
 
Λεξικό
[MG: same; identical; selfsameMG: individual]the same (one)